- μεταβιάζομαι
- μεταβῐάζομαι,A do violence to,
τὴν φύσιν Aret.CD1.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν φύσιν Aret.CD1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβιάζομαι — (Α) μεταβάλλω κάτι με τη βία, παραβιάζω τη φυσική τάξη («μετεβιάσαντο τὴν παίδων φύσιν», Αρετ.) … Dictionary of Greek
μεταβιάζεται — μεταβιάζομαι do violence to pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)